- κρόμπος
- κρόμπος or [full] κρομπός, ὁ, dub. sens.,A
τὸν λόφον τὸν ἰν τῷ κρόμποι Schwyzer 664.12
, cf. 16 (Orchom. Arc., iv B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὸν λόφον τὸν ἰν τῷ κρόμποι Schwyzer 664.12
, cf. 16 (Orchom. Arc., iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.